στόουνχεντζ

στόουνχεντζ
(Stonehenge). Τοποθεσία της νότιας Αγγλίας (κοντά στο Σόλσμπερι) όπου σώζονται ακόμα τα ερείπια ενός από τα πιο επιβλητικά μεγαλιθικά μνημεία της προϊστορικής εποχής. Η δομή του μνημείου αυτού είναι αρκετά περίπλοκη και δείχνει πολλές φάσεις κατασκευής ώστε να εικάζεται ότι αυτή κράτησε πολλούς αιώνες. Στις βασικές γραμμές του, αποτελείται από μια λεγόμενη «οδό» εισόδου, με πλευρικά αναχώματα, που καταλήγει σ’ ένα μεγάλο κυκλικό χώρο. Αυτός περικλείεται από ένα κύκλο από μεγάλες στήλες ψαμμόλιθου, που συνδέονται με συνεχές επιστύλιο. Στο εσωτερικό, και συγκεντρικά με τον πρώτο, βρίσκεται ένας άλλος κύκλος από μικρότερες στήλες από κυανόλιθο. Αυτός με τη σειρά του περικλείει 5 ζεύγη από μεγάλες στήλες από ψαμμόλιθο, που το καθένα τους συνδέεται με μονολιθικό επιστύλιο και είναι τοποθετημένα σε σχήμα πετάλου. Ακολουθεί, τέλος, μια άλλη σειρά από γαλάζιες στήλες, ακόμα μικρότερες, τοποθετημένες κι αυτές σε σχήμα πετάλου. Στο κέντρο του χώρου βρίσκεται μεγάλη επίπεδη ορθογώνια πέτρα («βωμός»). Το μεγάλο αυτό ιερό, που χτίστηκε στη θέση αρχαιότερου περιβόλου, αφιερωμένου στη λατρεία των νεκρών, χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή (πολιτισμός των κωδωνοειδών αγγείων) και συνδέεται με τον κύκλο των μεγάλων μεγαλιθικών πολιτισμών. Στόουνχεντζ: τα ερείπια του μεγαλιθικού μνημείου, που είναι από τα επιβλητικότερα της προϊστορίας.
* * *
το, Ν
άκλ. αρχαιολ. κυκλική κατασκευή από μεγάλους όρθιους λίθους που περιβάλλονται από ανάχωμα, η οποία χρονολογείται στην ύστερη νεολιθική περίοδο και στην πρώιμη εποχή τού χαλκού στη Βρετανία και για τη χρήση τής οποίας οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • κρόμλεχ — (βρετονικά kromlek = κυκλικά τοποθετημένοι λίθοι). Όρος που αναφέρεται σε έναν τύπο προϊστορικού μνημείου, που χρονολογείται περίπου την εποχή του ορείχαλκου (3η 2η χιλιετία π.Χ.) και ο οποίος ήταν αρκετά διαδεδομένος στις βόρειες περιοχές της… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλιθικά μνημεία — Κατηγορία μνημείων που εμφανίζονται σε παγκόσμια κλίμακα, εκτείνονται χρονικά σε διάφορες εποχές και χαρακτηρίζονται από τη χρήση λίθων μεγάλου μεγέθους. Τα κύρια σημεία εμφάνισής τους είναι η δυτική Ευρώπη, η Ασία και τα νησιά του Ειρηνικού. Σε… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”